- προεγχαράσσω
- Α1. ενχαράσσω προηγουμένως («ψυχὴν τραχεῑαν ὑπὸ τῶν προεγχαραττόντων τύπων», Φίλ.)2. χαράζω με μαχαιρίδιο, κάνω εγκοπές προηγουμένως («ἢν πελιδναὶ ἔωσι αἱ σάρκες, προεγχαράσσειν έγχυλώσιον ε'ίνεκεν», Αρετ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐγχαράσσω «χαράζω, εντέμνω»].
Dictionary of Greek. 2013.